- θεοφραδής
- θεοφρᾰδ-ής, ές, ([etym.] φράζω)A speaking from God, prophetic,
Μουσαῖος Orph.Fr.271
.II [voice] Pass., indicated by God,κέλευθοι Procl.H.6.8
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Μουσαῖος Orph.Fr.271
.κέλευθοι Procl.H.6.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεοφραδής — θεοφραδής, ές (Α) 1. προφητικός 2. αυτός που λέχθηκε από θεό («θεοφραδεὶς κέλευθοι», Πρόκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φραδής (< αμάρτυρο *φράδος < φράζω), πρβλ. ευ φραδής, πολυ φραδής] … Dictionary of Greek
θεοφραδές — θεοφραδής speaking from God masc/fem voc sg θεοφραδής speaking from God neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφραδέας — θεοφραδής speaking from God masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφραδέες — θεοφραδής speaking from God masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφραδέεσσιν — θεοφραδής speaking from God masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφραδέος — θεοφραδής speaking from God masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφραδέων — θεοφραδής speaking from God masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοφραδία — θεοφραδία, ἡ (Α) [θεοφραδής] χρησμός, προφητεία … Dictionary of Greek